σωσιάνειρα

σωσιάνειρα
ἡ, Μ
αυτή που σώζει τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + -άνειρα (< θ. ανερ- τής λ. ἀνήρ, ἀνδρός, πρβλ. επικ. ονομ. πληθ. ἀνέρες), πρβλ. κυδι-άνειρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”